Νεκρομαντείο
Το σπουδαιότερο και αρχαιότερο νεκρομαντείο είναι το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται κοντά στο Καναλάκι, στο χωριό Μεσοπόταμος, του Νομού Πρεβέζης, στο σημείο όπου έσμιγε ο ποταμός Αχέροντας με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών. Είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά. Εδώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τις Πύλες του Κάτω Κόσμου που οδηγούσαν στο βασίλειο του Άδη για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων.
Στο Ιερό κατέφευγαν οι αρχαίοι, προσφέροντας χοές (σπονδές, προσφορές) στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες πληροφορίες, μετά από κατάλληλη προετοιμασία στην οποία υποβάλλονταν απ’ τους ιερείς του Μαντείου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβάλλονταν ο προσκυνητής.
Το Νεκρομαντείο χρονολογείται από τον 5ο – 4ο π.Χ. αι., πυρπολήθηκε και καταστράφηκε απ’ τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. και ξανακατοικήθηκε τον 1ο π.Χ. αι.Στις ανασκαφές που έχουν γίνει στην περιοχή έχουν συλλέξει σημαντικά ευρήματα. Από αρχιτεκτονικής άποψης το Νεκρομαντείο ταυτίζεται με μεγαλοπρεπές μαυσωλείο της Ανατολής του 5ου αι. Αποτελείται από πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους κατασκευή που εξυπηρετεί τη λατρεία και τις τελετουργίες των υποχθόνιων θεών. Το κυρίως ιερό είναι ένα τετράγωνο κτίριο με πλευρές 22 μ. μήκους και χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα και δύο μικρές πλαϊνές. Περιλαμβάνει κυρίως αίθουσα, διαδρόμους, δωμάτια υποδοχής και προσωπικού, δωμάτια προετοιμασίας, αποθήκες στις οποίες διασώθηκαν πιθάρια με τις προσφορές των επισκεπτών, τον λαβύρινθο και το καθαυτό ιερό, όπου δίνονταν οι χρησμοί. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία άλλη υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο η οροφή της οποίας στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα τόξα.
Η σωματική και η ψυχική δοκιμασία κατα την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η μόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους και το λαβύρινθο, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σ’ αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα στην οποία υποβαλλόταν ο προσκυνητής. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν σωροί από κουκκιά, μια μικρόσπερμη ποικιλία, όμοια με τα αιγυπτιακά φούλια και αρκετά λούπινα (λαθούρια). Τα κουκκιά αυτά έχουν τοξικές ιδιότητες κι όταν τρώγονται προκαλουν αέρια, δυσπεψία, άμβλυνση αισθήσεων που φθάνει μέχρι ζάλης και παραισθήσεων με αλλεργικά σύνδρομα (κυαμίαση). Τις ίδιες ενέργειες προκαλούν και τα λούπινα, οι αρχαίοι θέρμοι, όταν τρώγονται χλωροί (λαθυρισμός). Έτσι, με τη χαλάρωση των αισθήσεων, που έφτανε συχνά στο βαθμό της ζάλης και της ακαταληψίας, δημιουργούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών.
Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων, εκτός από πολλά άλλα ευρήματα, βρέθηκαν επίσης μια μάζα από σιδερένιους τροχους κάποιας συσκευής, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί τροχαλίας και καστανιέτες. Ανήκουν σ’ ένα σύστημα μηχανής (τροχαλίας) που μπορούσε να ανεβάζει και να κατεβάζει ένα σημαντικό βάρος. Τούτο προκύπτει όχι μονάχα από τους δυνατούς τροχούς, αλλά κι από τα ανάσπαστρα, τους τροχούς δηλαδή που σφάλιζαν την τροχαλία από την παλινδρόνηση. Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόνταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας με τη βοήθεια του μεγάλου χάλκινου λέβητα. Για το σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν τους μυστικούς διαδρόμους, στους οποίους μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς.
Όπως σημειώσαμε, οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με τούβλα, πολλα από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών επιφανείων κάθε τοίχου σχηματίζονταν μέσα στο πάχος των τοίχων, διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40 μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή με τη βοήθεια της τροχαλίας κατέβαιναν κι ανέβαιναν τα σκηνοθετηνένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους. Φεύγοντας ο επισκέπτης φαίνεται ότι δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, για να μην συναντήσει τους άλλους επισκέπτες που διέμεναν στα δωμάτια του βόρειου διαδρόμου ή της αυλής. Ύστερα, ήταν ανάγκη να καθαρισθεί από το μίασμα των νεκρών όπως η Αλκηστις στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.
Το ιερό πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε οριστικά . Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι Ρωμαίοι, θέλοντας να τιμωρήσουν τους Ηπειρώτες για τη συμμαχία τους με τον Περσέα, το βασιλιά της Μακεδονίας, και να εκδικηθούν για την εκστρατεία του Πύρρου κατά της Ιταλίας (280 π.Χ.) κατέστρεψαν εκ θεμελίων 70 τειχισμένες πόλεις της κεντρικής και νότιας Ηπείρου, τις περισσότερες μολοσσικές και αιχμαλώτισαν 150.000 ανθρώπους. Τον 1ο αιώνα π.Χ. με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα και την ίδρυση της ρωμαικής αποικίας Φωτικής, βόρεια της Παραμυθιάς, η δυτική πτέρυγα του ιερού κατοικήθηκε ξανά, όπως μαρτυρούν τα κεραμικά ευρήματα, ενίοτε με λατινικές επιγραφές, και τα δύο δωμάτια στη δυτική πλευρά της αυλής.
Η σημερινή κατάσταση του Νεκρομαντείου μοιάζει με ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, όμοιο με μαυσωλείο, όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα και αργότερα για την ταφή των βαρβάρων ηγεμόνων της ανατολιής (μνημείο του Μαυσώλου της Αλικαρνασσού). Πόσο συντηρητικά ήταν η παράδοση και τα νεκρικά έθιμα αποδείχνεται από το γεγονός ότι η περιγραφή της Οδύσσειας ήταν ο καλύτερος οδηγός για την ερμηνεία των δεδομένων της ανασκαφής. Τα ίδια περίπου νεκρικά έθιμα εξακολούθησαν να τελούνται και στην εποχή του Λουκιανού, 9 αιώνες αργότερα και πολλά από αυτά επιζούν μέχρι σήμερα στις δοξασίες και τα νεκρικά έθιμα του ελληνικού λαού.
Είναι αξιοπρόσεχτη η εσωτερική τριμερής διάρθρωση του ιερού. Τρεις διάδρομοι, τρία τα δωμάτια της προετοιμασίας και επομένως τρεις οι φάσεις της μύησης, τρεις οι πύλες σε κάθε διάδρομο και στο λαβύρινθο, τρεις οι εσωτερικες διαιρέσεις του κυρίως ιερού και τρία τα δωμάτια στα δύο πλάγια κλίτη. Η τριμερής αυτή διαίρεση έχει σχέση με την παραμονή των χρηστηριαζομένων που υφίσταντο την προετοιμασία σε τρεις φάσεις, όπως και στα Καβείρια της Σαμοθράκης. Η όλη κατασκευή υπέβαλλε την ιδέα του Κάτω Κόσμου. Ο εισερχόμενος απο το βόρειο διάδρομο,για να φτάσει στην αίθουσα των ειδώλων, στρεφόταν διαρκώς προς τα δεξιά, μέσα στο βαθύ σκοτάδι του Άδη. Η αποχώρηση, όπως σημειώσαμε, γινόταν από άλλο δρόμο.
Το Νεκρομαντείο ήταν πιο εύκολο προσιτό από το μέρος της θάλασσας. Ο προσκυνητής που ερχόταν από τη νότια Ελλάδα, όταν περνούσε τα ακρωτήριο του Λευκάτα στη νότια άκρη της Λευκάδας, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφτανε στις εκβολές του Αχέροντα ,στη χώρα των Χειμερίων, ανέπλεε, όπως και σήμερα, με ένα πλοιάριο τόν Αχέροντα, που τον περιστοίχιζαν καλαμιώνες, ιτιές και λεύκες, το Άλσος της Περσεφόνης.Ύστερα αποβιβαζόταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Από μακριά ατένιζε με δέος τον τεφρό βράχο, στην κορυφή του οποίου υψωνόταν επιβλητικό, σκυθρωπό και περίκλειστο σαν φρούριο, το ιερό του Άδη. Τέλος, ανέβαινε τον αιχμηρό λόφο του Αγίου Ιωάννη και από τη ΒΑ πύλη έμπαινε στην αυλή του ιερού, αναμένοντας την πολυήμερη δοκιμασία.
Το Νεκρομαντείο ήταν πιο εύκολο προσιτό από το μέρος της θάλασσας. Ο προσκυνητής που ερχόταν από τη νότια Ελλάδα, όταν περνούσε τα ακρωτήριο του Λευκάτα στη νότια άκρη της Λευκάδας, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφτανε στις εκβολές του Αχέροντα ,στη χώρα των Χειμερίων, ανέπλεε, όπως και σήμερα, με ένα πλοιάριο τόν Αχέροντα, που τον περιστοίχιζαν καλαμιώνες, ιτιές και λεύκες, το Άλσος της Περσεφόνης.Ύστερα αποβιβαζόταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Από μακριά ατένιζε με δέος τον τεφρό βράχο, στην κορυφή του οποίου υψωνόταν επιβλητικό, σκυθρωπό και περίκλειστο σαν φρούριο, το ιερό του Άδη. Τέλος, ανέβαινε τον αιχμηρό λόφο του Αγίου Ιωάννη και από τη ΒΑ πύλη έμπαινε στην αυλή του ιερού, αναμένοντας την πολυήμερη δοκιμασία.
Κοντά στο Νεκρομαντείο βρίσκονταν και μία από τις καθόδους του Άδη. Ήταν το μοναδικό νεκρομαντείο στην αρχαία Ελλάδα για επικοινωνία με τις ψυχές. Οι ψυχές ήταν άυλες σαν σκιές και προέβλεπαν το μέλλον. Οι ιερείς υποδέχονταν τους προσκυνητές υποβάλλοντάς τους σε ψυχοσωματική δοκιμασία. Γίνονταν μεγάλες προσφορές από τους επισκέπτες για εξευμενισμό των ψυχών. Οι ιερείς ήταν οι μεσολαβητές που με σιδερένιους τροχούς ανέβαζαν το είδωλα των νεκρών από την κάτω αίθουσα. Οι επισκέπτες έβγαιναν από άλλη έξοδο για να μην έλθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες, για εξασφάλιση της μυστικότητας. Η μαρτυρία σε άλλους των όσων είδαν, θεωρούνταν βλασφημία και ετιμωρείτο με θάνατο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τη σπουδαιότητα του μαντείου και ιδίως τον χρησμό της Μέλισσας προς τον Περίανδρο. Το 167 π.Χ. το μαντείο πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους.
Φωτογραφίες
Τοποθεσία